ἑνοποιός
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
όν,
A combining in one, uniting, λόγος Arist.Metaph.1045b17, cf. Porph.Intr.6.23.
II creating unity, Procl.Inst.13, Dam.Pr.33, cf. 298. Adv. ἑνοποιῶς Ascl. in Metaph.439.25.
Spanish (DGE)
-όν
fil.
1 unificador, que tiene capacidad de combinar muchas cosas en una sola, que crea unidad δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν buscan un argumento que unifique potencia y acto Arist.Metaph.1045b17, τὸ ἀγαθόν Procl.Inst.13, op. διαιρετικός Porph.Intr.6.23, como propiedad de la unidad ἴδιον γὰρ αὐτοῦ τὸ ἑνοποιόν Dam.Pr.33 (p.95), ἡ ἑ. αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) δύναμις la facultad de ésta (el alma) de mantener la unidad, e.e., de ser simple a pesar de ser muchas cosas, Ascl.in Metaph.439.24, cf. Dion.Ar.CH 1.1, ἡ δὲ φιλία ... ἑ. ἐστί Olymp.in Grg.35.12, τοῦ αἰῶνος (ἰδιότης), ἡ ἑ. Dam.in Prm.298.
2 adv. ἑνοποιῶς = unitariamente ἑνοποιῶς καὶ οὐσιωδῶς Ascl.in Metaph.439.25.
German (Pape)
[Seite 849] vereinigend, zu Eins machend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἑνοποιός: объединяющий, сводящий воедино (λόγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑνοποιός: -όν, ὁ, συνενῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 9, Πορφ. Εἰσαγ. 2.
Greek Monolingual
-ό (AM ἑνοποιός, -όν)
αυτός που ενώνει ή συνδέει χωριστά αντικείμενα
(«δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε ενότητα.
επίρρ...
ἑνοποιῶς
κατά τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ποιος < ποιώ].