French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἕπευ: ион. imper. к ἕπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
see ἕπω.
Greek Monotonic
ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.