ἔμμεν
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ἔμμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
French (Bailly abrégé)
dor. inf. prés. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
Greek Monolingual
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)
(απρμφ.) εἶναι.