ἰσόπλευρος

From LSJ
Revision as of 21:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλευρος Medium diacritics: ἰσόπλευρος Low diacritics: ισόπλευρος Capitals: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: isópleuros Transliteration B: isopleuros Transliteration C: isoplevros Beta Code: i)so/pleuros

English (LSJ)

ον, A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10. II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. -πλεύρως Nicom.Ar.2.13. III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπλευρος:
1) равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2) мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιόπλευρος, χρυσόπλευρος].