ὁμηγυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 21:43, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηγῠρίζομαι Medium diacritics: ὁμηγυρίζομαι Low diacritics: ομηγυρίζομαι Capitals: ΟΜΗΓΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: homēgyrízomai Transliteration B: homēgyrizomai Transliteration C: omigyrizomai Beta Code: o(mhguri/zomai

English (LSJ)

assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.

French (Bailly abrégé)

convoquer une assemblée, rassembler.
Étymologie: ὁμήγυρις.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηγῠρίζομαι: созывать (на собрание), собирать (Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.

English (Autenrieth)

aor. inf. ὁμηγυρίσασθαι: assemble, convoke, Od. 16.376†.

Greek Monolingual

ὁμηγυρίζομαι (Α) ομήγυρις
συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ὁμηγῠρίζομαι: απαρ. αορ. αʹ ὁμηγυρίσασθαι, αποθ., συναθροίζω, συγκαλώ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὁμηγῠρίζομαι,
Dep. to assemble, call together, Od. [from ὁμήγῠρις]