ὀψιαίτερος

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιαίτερος Medium diacritics: ὀψιαίτερος Low diacritics: οψιαίτερος Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: opsiaíteros Transliteration B: opsiaiteros Transliteration C: opsiaiteros Beta Code: o)yiai/teros

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.