ὑποδερίς
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A the lower part of the neck, Poll.2.130, 235, 5.56. II necklace, IG12.313.54, al., Ar.Fr.320.14, Arist.HA 558b2, IG22.1388.17, al.
German (Pape)
[Seite 1214] ίδος, ἡ, der Unterhals, Poll. 2, 130. – Auch eine Bedeckung des Unterhalses, Inscr. bei Böckh Staatsh. II p. 292; Halsschmuck, Halsband, Arist. H. A. 5, 34; vgl. Ar. fr. 309.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδερίς: ίδος ἡ ожерелье Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδερίς: -ίδος, ἡ, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ τραχήλου, «ὑποδερὶς τὸ ἐν τοῖς πρόσθεν τοῦ τραχήλου τελευταῖον» Πολυδ. Β΄, 130, 235., Ε΄, 56. ΙΙ. κόσμημα τοῦ τραχήλου, περιδέραιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 16, Β. 25.
Greek Monolingual
η / ὑποδερίς, -ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α
νεοελλ.
(λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή του λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών
αρχ.
1. το κάτω μέρος, η βάση του τραχήλου
2. κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρη / δειρή «λαιμός» + επίθημα -ίς, -ίδος].