αὐλωνίσκος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ὁ, Dim. of αὐλών, Thphr.HP9.7.1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pequeño valle Thphr.HP 9.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ αὐλών, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1.