διάσταλμα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ατος, τό, ordinance, regulation, BGU913.9 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 disposición, ordenanza oficial τὰ ἐν τοῖς νόμοις καὶ διαστάλμασιν κατακεχωρισμένα BGU 913.9, cf. 6 (III d.C.), PLond.1416.41, 1431.9, 1436.29 (todos biz.).
2 distinción, sentido exacto o especial ῥήματος Ep.Barn.10.11c.
Greek (Liddell-Scott)
διάσταλμα: τό, διανομή, ῥήματος Κλήμ. Ἀλ. 677.