δικαστεία
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ἡ, function of a δικαστής, ib.12(9).4.8 (Carystus), CIG3184 (Smyrna), Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134 (Gonni).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
función de juez, judicatura κατὰ τὴν δικαστείαν πεποηκότες τὰ δίκαια Gonnoi 90.20 (II a.C.), ἔν τ[ε] τῷ τῆς δικαστείας χρόνῳ Michel 542.30 (Antandro II a.C.), cf. IG 7.4130.35 (II a.C.), 9(2).507.17 (Larisa II a.C.), 12(9).4.8 (Caristo I a.C.), IEryth.506.13 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, = δικαστήριον, Inscr. 3184.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστεία: ἡ, δικαστήριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2152b (Προσθ.), 3184, 3568f (Προσθ.).