ἀγλαϊστός
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ή, όν, adorned, Hsch.
Spanish (DGE)
-όν
1 preciado, valioso Hsch.
2 esplendoroso, hermoso χώρα Chrys.M.61.695.
German (Pape)
[Seite 16] adj. verb. zu ἀγλαΐζω, geschmückt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαϊστός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀγλαΐζω, κεκοσμημένος, Ἡσύχ., ἀγλαϊστὸς χώρα, Ἰω. Χρυσ. 7. 313.