ἀγριόμορφος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ον, f.l. for συαγρ-, Orph.A.979.
Spanish (DGE)
-ον
de fiero aspecto ὄφις Epic.Alex.Adesp. en CRIPEL 6.1981.248, Orph.A.979, δαίμονες App.Anth.4.104.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν μορφήν, Ὀρφ. Ἀργ. 977.