εἰσάφασμα
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ᾰφ], ατος, τό, touch, grasp, A.Fr.204 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
impacto A.Fr.204.
German (Pape)
[Seite 741] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάφασμα: τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).