ἀναφορεύς

From LSJ
Revision as of 16:30, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορεύς Medium diacritics: ἀναφορεύς Low diacritics: αναφορεύς Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: anaphoreús Transliteration B: anaphoreus Transliteration C: anaforeys Beta Code: a)naforeu/s

English (LSJ)

ὁ, A bearer, bearing-pole, LXX Ex.25.12(13) sq., al. II = τελαμών, Eust.243.31.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 plu. andas ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα LXX Ex.25.13, cf. Nu.4.6
de la Cruz, ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας Gr.Nyss.Hom.in Cant.98.14.
2 sg. como sinónimo de τελαμών correaje Eust.243.31.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, ein jedes Werkzeug, an dem etwas aufgehängt und getragen wird, Tragseil; auch ein Querholz, das über die Schultern gelegt wird, um an den Enden desselben aufgehängte Lasten zu tragen, wie eine Wassertrage, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν ξύλον, «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., αὐτόθι 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = τελαμών, «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ ἀναφορεύς», Εὐστ.