ἀντιπεπόνθησις
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
εως, ἡ, reciprocal proportion, Nicom.Ar.1.7, Iamb.Comm.Math.7. v. ἀντιπεπονθός, ἀντιπάσχω
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 mat. razón inversa Nicom.Ar.1.7.3, Iambl.Comm.Math.7.
2 correspondencia recíproca καὶ ἔχουσιν ἀντιπεπόνθησιν αὗται πρὸς ἀλλήλας ὡς ἡ ταυτότης καὶ ἑτερότης Procl.in Ti.2.199.20.
German (Pape)
[Seite 258] ἡ, das gegenseitige Verhältniß, Nicomach. arithm. 1, 7.