ἀποβλεπτέον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
one must consider, Gal.11.407.
Spanish (DGE)
hay que prestar atención εἰς τὴν τῆς οὐσίας αὐτοῦ σύστασιν ἀποβλεπτέον Gal.11.407, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλεπτέον: Ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβλέπω, δεῖ ἀποβλέπειν, Γαλην. τ. 2, σ. 3Β.