ἀπορρινήματα
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
τά, filings, scraps, Daphitasap.eund.14.1.39.
Spanish (DGE)
(ἀπορρῑνήματα) -μάτων, τά
limaduras, raspaduras τοῦ σιδήρου Olymp.Iob 40.18
•fig. migajas γάζης Λυσιμάχου Daph.SHell.370.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρινήματα: τά, ῥινίσματα, Δαφίτας παρὰ Στράβ. 647.