ἁρπαγιμαῖος
English (LSJ)
α, ον, = ἁρπάγιμος (ravished, stolen), Orph. H. 29.14, Phryn. PS p. 6B. ; σελήνη scarcely visible, at close of month, Sch. Arat. 735.
Spanish (DGE)
(ἁρπᾰγῐμαῖος) -α, -ον
1 robado, arrebatado λέχη Orph.H.29.14, de una pers. por el amor, Phryn.PS 6
•fig. de la luna antes de la luna nueva apenas visible Sch.Arat.735.
2 robable, codiciable ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγὴν ἕτοιμα Phryn.PS 6.
German (Pape)
[Seite 358] geraubt, Orph.; B. A. p. 5 ὅ δι' ἔρωτα ἢ δι' ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγᾷν ἑτοῖμα καὶ τὰ ἁρπαζόμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαγιμαῖος: -α, -ον, «ἁρπαγιμαῖος: τῶν χρησίμων ἐστὶ καὶ σπανίων ἡ φωνή· ὁ γὰρ δι’ ἔρωτα ἤ δι’ ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς οὗτος ἄν ἁρπαγιμαῖος καλοῖτο καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγήν ἕτοιμα καὶ ἁρπαζόμενα» Α. Β. 5, 25, Ὀρφ. Ὕμν. 28, 14.