ἐνδόσιμον

Revision as of 18:13, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδόσιμον: (ἐνν. κροῦσμα), καθ’ Ἡσύσχ. «τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς κιθάρισμα», ὁ κύριος τόνος τοῦ μέλους, «τὸ ἴσον»· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἡ κλεὶς οὕτως εἰπεῖν πρὸς κατανόησιν πράγματός τινος, προοίμιον, (πρβλ. ἐνδίδωμι VII), Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 1, π. Κόσμ. 6. 20· ἐν ἱππασίᾳ, ὁρμητήριον σημεῖον, τὸ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον Πολυδ. Α΄, 210. 2) μεταφ., νύξις, ἀφορμή, αἰτία, ἐνδόσιμον δεῖ δὲ ἢ ξένα ἢ οἰκεῖα εἶναι τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4, Πολιτικ. 8. 5, 1· ὥσπερ ἐνδόσιμον ἡμῖν παρέξειν Πλούτ. 73Β.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδόσιμον: τό
1) повод, случай (πρός и εἴς τι Plut.): τὸ ἐνδόσιμον λαβών Luc., Plut. воспользовавшись случаем;
2) начало, вступление (τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Arst.).