ἀσκόπως
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.