permanente
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Spanish > Greek
διάμονος, διατελής, διηνεκής, δυσαλλοίωτος, δυσκίνητος, ἀνελλιπής, ἀπαρόδευτος, ἐμμενετός, ἐμπαράμονος, ἔμμονος