resplandeciente
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Spanish > Greek
αἰγλήεις, αἰγληφόρος, αἶθοψ, αὐγάστειρα, αὐγοειδής, γλαυκοειδής, γλαυκός, διάλαμπρος, διιπετής, ἀγλαοφανής, ἀγλαοφεγγής, ἀθερής, ἀνταυγής, ἀστρωπός, ἄργυφος, ἐναργής, ἐναυγής, ἐξαυγής, ἔκλαμπρος, ἔξασπρος