ἀστρωπός
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
English (LSJ)
ἀστρωπόν, = ἀστερωπός, E.HF406 (lyr.).
Spanish (DGE)
-όν
brillante, resplandeciente ἀστρωποὺς οἴκους ... θεῶν E.HF 406.
German (Pape)
[Seite 378] οἶκος Eur. Herc. fur. 406, sternglänzend, s. ἀστερωπός.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρωπός: усеянный или блещущий звездами (οἶκοι θεῶν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρωπός: -όν, ἴδε ἀστερωπός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀστρωπός: -όν, = ἀστερ-ωπός, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀστερωπός
= ἀστερ-ωπός, Eur.