díctamo
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Spanish > Greek
βαίτιον, βελουλκός, βλήχων, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δικταμνοειδής, δορκάδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον, ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμίδιον, ἀρτεμιδήιον, ἐλαιοτόκος