renowned
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. περίβλεπτος, εὔδοξος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἐπιφανής, διαφανής, ἔνδοξος, εὐδόκιμος, ἐλλόγιμος, ἀξιόλογος, περιβόητος, Ar. also V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, πρεπτός. Be renowned, v.: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν, P. and V. εὐδοξεῖν (Eur., Rhes.).