πολύστοιχος
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
ον, in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr.HP8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.
German (Pape)
[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πολύστοιχος: расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῖς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στοῖχος (< στείχω)].