επικοιμώμαι

From LSJ
Revision as of 09:14, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ἐπικοιμῶμαι, -άομαι (Α) κοιμώμαι
1. κοιμάμαι μετά από κάτι
2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαιἀλλά μοι δοκεῖς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.)
3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν νύκτα ώς ἐπεκοιμήθη ἐπ’ αὐτόν», ΠΔ)
4. κοιμάμαι πάνω σε κάτι («ἐπεκοιμᾱτο αὐτοῖς», δηλ. τοῖς βιβλίοις, Λουκιαν.)
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκοιμημένος, -η, -ον
αδιάφορος, αμελής.