Ιεροσόλυμα

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ)
η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaimδημιουργία του Σαλέμ [τοπικής θεότητας]») συνδέθηκε παρετυμολογικά με το επίθ. ἱερός, όπως μαρτυρεί η δασεία, και κατόπιν πήρε την εξελληνισμένη μορφή Ιεροσόλυμα].