εἰσεῖδον
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην, v. εἰσοράω.
Spanish (DGE)
v. εἰσοράω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. εἰσοράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.
English (Autenrieth)
see εἰσοράω.
Greek Monolingual
εἰσεῖδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.
Greek Monotonic
εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.