Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
-άω (Α ξυλοκοπῶ, -έω) ξυλοκόπος
1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῖται», Πολ.)
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς
αρχ.
κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος.