μηδαμεῖ
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Full diacritics: μηδᾰμεῖ | Medium diacritics: μηδαμεῖ | Low diacritics: μηδαμεί | Capitals: ΜΗΔΑΜΕΙ |
Transliteration A: mēdameî | Transliteration B: mēdamei | Transliteration C: midamei | Beta Code: mhdamei= |
Dor. Adv. nowhere, Schwyzer 323 C 34 (Delph., iv B.C.).
μηδαμεῖ (Α)
(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτεί, τουτεί)].