καλαπόδι

From LSJ
Revision as of 11:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

το (AM καλαπόδιον, Μ και καλαπόδι(ν))
ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, πάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για φάρδεμα παπουτσιών
2. ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται μέσα σε παπούτσια για να διατηρεί το δέρμα τεντωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. καλάπους. Από τις καλόπους, καλάπους (< κᾶλον + πούς) «ξύλινο πόδι» καθώς και από τα υποκοριστικά τους καλοπόδιον, καλαπόδι(ον) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. qālib < τουρκ. kalip (απ' όπου η λ. καλούπι ως αντιδάνειο), περσ. kalbud].

Wikipedia EN

A pair of wooden lasts.

A last is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics.

Translations

Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش‎, خهل‎, تولبره‎; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst

ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: Leisten; en: last; eo: ŝuformilo; es: horma; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: forme à monter; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: обувная колодка; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦