ρηξικέλευθος

From LSJ
Revision as of 15:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προοδευτικός). Ἀπό τό ρήγνυμι + κέλευθος (=δρόμος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρήγνυμι.