αὐταρκέω

From LSJ
Revision as of 08:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐταρκέω Medium diacritics: αὐταρκέω Low diacritics: αυταρκέω Capitals: ΑΥΤΑΡΚΕΩ
Transliteration A: autarkéō Transliteration B: autarkeō Transliteration C: aftarkeo Beta Code: au)tarke/w

English (LSJ)

A supply with necessaries, αὐτάρκησεν ἑαυτὸν ἐν ἐρήμῳ LXX De.32.10. II to be sufficient, Arist.EE1242a8, PLips.29.11 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

I de pers.
1 ser autosuficiente, bastarse a sí mismo en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.EE 1242a8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ LXX De.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145
bastarse en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) PLips.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου A.Xanthipp.3.
2 estar satisfecho con su estado ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.Or.50.38.
II de abstr. ser suficiente, bastar αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.

Greek (Liddell-Scott)

αὐταρκέω: παρέχω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπήρκησεν αὐτῷ, Ἑβδ. (Δευτ. λβ΄, 10). Τὸ χωρίον τοῦτο κατὰ τὸ νῦν Ἑβρ. κείμενον εἶναι: «ἐν γῇ ἐρήμῳ εὕρηκεν αὐτόν». Ἴδε μετάφρ. Ἱερ. Γραφ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐταρκέω: довлеть самому себе, довольствоваться своим (Thuc., Isocr. - v.l. к ἀνταρκέω Arst.).