ζωόω
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
A impregnate, ζωοῦσα θορή Aret.SD2.5:—Pass., Porph.Gaur. 1.1, 3.1. 2 quicken, make alive, LXXPs.79(80).18; endow with life, ἑαυτὸ οὐσιοῖ καὶ ζωοῖ Dam.Pr.80, Phlp.in GC200.6:—Pass., Hp. Alim.38, Gal.19.174,180, Phlp.in GC151.5, Id. in de An.64.7, al.; θηρίον ζωωθὲν τὸ σῶμα Plot.1.1.10, cf. 4.4.28; [γῆ] ἐζωωμένη Id.6.7.12. II Pass., of putrescent plants, breed worms, Thphr.CP5.18.2 (nisi leg. ζῳο-).
German (Pape)
[Seite 1144] bes. im pass., belebt werden; von Pflanzen = an Würmern leiden, Ath. II, 55 e, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ζωόω: γονιμοποιῶ, ζωογονῶ, ζωοῦσα θορὴ Ἀρεταῖ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 5· ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσύχ. διὰ τοῦ ζωοποιεῖν. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ σηπομένων φυτῶν, παράγω, γεννῶ σκώληκας, σκωληκοῦμαι, θέρμος καὶ ὄροβος καὶ ἐρέβινθος μόνα οὐ ζωοῦται τῶν χεδροπῶν Θεόφρ. Αἰτ. φ. 5. 18, 2· πρβλ. ζωογονέω, ζωοποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωόω [ζωός] levend maken.