ἀπάντημα

Revision as of 09:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπαντάω) A meeting, E.Or.514. II chance, LXXEc.9.11.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 encuentro περᾶν ... εἰς ἀπάντημ' E.Or.514.
2 ocasión καιρὸς καὶ ἀ. LXX Ec.9.11.

German (Pape)

[Seite 278] τό, Begegnung, Eur. Or. 508.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rencontre.
Étymologie: ἀπαντάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάντημα: ατος τό встреча Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάντημα: -ατος, τό, (ἀπαντάω) συνάντημα, οὐδ’ εἰς ἀπάντημ’, ὅστις αἷμ’ ἔχων κυρεῖ Εὐρ. Ὀρ. 514.

Greek Monolingual

το (Α ἀπάντημα)
συνάντηση
αρχ.
τύχη, σύμπτωση.

Greek Monotonic

ἀπάντημα: -ατος, τό (ἀπαντάω), συνάντηση, συναπάντημα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀπαντάω
a meeting, Eur.

English (Woodhouse)

meeting