ὀνοματογραφία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, writing of names, LXX 1 Es.6.12, S.E.M.11.67.
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, das Schreiben des Namens, S. Emp. adv. eth. 67.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτογρᾰφία: ἡ записывание имен Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτογρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν ὀνόματα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Ϛ΄, 12), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 67· ― ὀνομᾰτογράφος, ον, ὁ γράφων ἢ ἐπιγράφων ὀνόματα, Τζέτζ. ἐν Κραμήσου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 62, 2.
Greek Monolingual
ὀνοματογραφία, ἡ (Α)
1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο
2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία].