χαλκοπλάστης

From LSJ
Revision as of 10:41, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπλάστης Medium diacritics: χαλκοπλάστης Low diacritics: χαλκοπλάστης Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkoplástēs Transliteration B: chalkoplastēs Transliteration C: chalkoplastis Beta Code: xalkopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, bronze-worker, LXX Wi.15.9.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, χαλκεύς, χαλκουργός, πρβλ. χαλκοτύπος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
χαλκουργός
νεοελλ.
γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο-πλάστης, κηρο-πλάστης.