παραπληξία

From LSJ
Revision as of 10:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπληξία Medium diacritics: παραπληξία Low diacritics: παραπληξία Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΞΙΑ
Transliteration A: paraplēxía Transliteration B: paraplēxia Transliteration C: parapliksia Beta Code: paraplhci/a

English (LSJ)

Ion. παρα-πληγίη, ἡ, A hemiplegia (opp. ἀποπληξία), Hp.Epid.1.14, 2.3.1 (both pl.), IG12 (9).1179 (Euboea, ii A.D.). II derangement, madness, LXX De. 28.28, al., Ph.2.556, Oenom. ap. Eus.PE5.22.

German (Pape)

[Seite 494] ἡ, Lähmung einer Seite, eines Gliedes, des Leibes durch den Schlagfluß, Medic. – Übertr., Verstandesverrückung, Wahnsinn, VLL. erkl. μανία, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραπληξία: Ἰων. -πληγία, ἡ, παράλυσις μόνον μέρους, ἡμιπληγία (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποπληξία), Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950, πρβλ. 1020F περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 530. ΙΙ. διατάραξις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 28, κ. ἀλλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 213D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπληξία· μανία».

Greek Monolingual

παραπληξία, ή, ΝΜΑ
βλ. παραπληγία.