σινδόνιον
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
τό, curtain, garment, etc., made of σινδών, IG 42(1).118.67 (Epid., iii B.C.), Gal.Protr.10, Poll.7.73, D.C.79.13, POxy.921.15 (iii A.D.), Sammelb.7033.40 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 883] τό, D. Cass. 79, 13, = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
σινδόνιον: τό, παραπέτασμα, ἔνδυμα κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος ἤτοι λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, Πολυδ. Ζ΄, 73· ὡσαύτως σινδονίσκη, ἡ, Πλούτ. 2. 340D.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σεντόνι.
Léxico de magia
τό lienzo ἔστω δὲ ὁ θρόνος καθαρὸς καὶ ἐπάνω σ. καὶ ὑποκάτω ὑποπόδιον que el trono esté purificado, que haya encima un lienzo y debajo un escabel P II 162 ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σ. καθαρόν sube a la azotea de la casa y extiende en el suelo un lienzo puro P IV 171