πυρίθυμος

From LSJ
Revision as of 15:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίθῡμος Medium diacritics: πυρίθυμος Low diacritics: πυρίθυμος Capitals: ΠΥΡΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: pyríthymos Transliteration B: pyrithymos Transliteration C: pyrithymos Beta Code: puri/qumos

English (LSJ)

ον, fiery-spirited, PMag.Par.1.592.

Spanish

de ánimo ígneo

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι ορμητικός ή οξύθυμος σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + θυμός (πρβλ. θηρό-θυμος, μεγαλό-θυμος)].

Léxico de magia

-ον de ánimo ígneo de la divinidad suprema ἐπάκουσόν μου, ἄκουσόν μου, ... φωτὸς κτίστα (οἱ δὲ· συγκλεῖστα), πυρίπνοε, πυρίθυμε escúchame, escúchame a mí, creador de la luz (otros: el que encierra), que respiras fuego, de ánimo ígneo (entre voces mágicas) P IV 592