παντεπόπτης
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ου, ὁ, all-seeing, Vett.Val.1.4, al., JRS18.173 (Jerash), Procl. in Prm. p.820S., Sch.Ar.Ach.434:—written παντ-εφόπτης, Tab.Defix.Aud.271.36 (Hadrumetum, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 463] = πανεπόπτης, Ζεύς Schol. Ar. Ach. 434, u. bes. K. S., die auch davon das adj. παντεποπτικός bilden.
Spanish
Greek Monolingual
και παντεφόπτης, ό, Α
1. αυτός που επιβλέπει τα πάντα, πανόπτης
2. προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἐπόπτης.
Léxico de magia
ὁ que todo lo ve de la divinidad suprema ἐναρῶ ὑμῖν κατὰ τῶν ὀνομάτων τοῦ παντεπόπτου θεοῦ os suplico por los nombres del dios que todo lo ve SM 45 19 de Cristo ἐξορκίζω σε, κ(ύρι)ε, παντοκράτωρ, ... π. σὺ te conjuro a ti, Señor todopoderoso, tú que todo lo ves C 13a 2 de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... πλανησιμοίρους, παντεπόπτας os invoco a vosotros, destinados a andar errantes, que todo lo veis P IV 1369