κατάπτωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A fall, Hp.Art.42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.in Ph.261.17. 2 Medic., collapse, ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of epileptic seizures, Alex.Aphr.Pr.2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a trance, PMag.Par.1.850. 3 downfall, calamity, LXX 3 Ma.2.14.
German (Pape)
[Seite 1373] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπτωσις: -εως, ἡ, πτῶσις, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) πτῶσις, δυστυχία, Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
Spanish
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπτωσις -εως, ἡ [καταπίπτω] val, tuimeling.
Léxico de magia
ἡ colapso esp. trance producido por una fórmula Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos P IV 850