οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό; see misfortune.