κρατύντωρ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ορος, ὁ, ruler, controller, πυρός PMag.Leid.W.8.21.
Spanish
Greek Monolingual
κρατύντωρ, -ορος, ὁ (Α)
πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. αμύντωρ, σημάντωρ)].
Léxico de magia
ὁ dominador del fuego, ref. a la divinidad suprema Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ὁ λαιλαφέτης καὶ χανοῦχος, πυρὸς κρατύντωρ pues El es el que envía las tormentas y controla el abismo, dominador del fuego P XIII 333