χρυσοσάνδαλος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ον, goldensandalled, Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσᾶ σανδάλια, Πορφύρ. παρ’ Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113C.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- < χρυσεο- + -σάνδαλος / -σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο-σάνδαλος].
Léxico de magia
-ον que tiene sandalias de oro de Core ἔβην δὲ ἐπ' ἴχνοις χρυ<σ>οσανδάλου Κόρης y seguí las huellas de Core, la que tiene sandalias de oro SM 49 60