κύπριος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
α, ον, of copper, γραφεῖον PMag.Par.1.1847.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (AM Κύπριος, -ία, -ον) Κύπρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, κυπριακός, κυπραίικος («Κύπριος χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκώς», Αισχύλ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κύπριος, η Κύπρια ή Κυπρία
ο κάτοικος της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κύπρις, η Αφροδίτη («φίλια δῶρα Κυπρίας», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κύπρια
(ενν. ἔπη) επικό ποίημα, εισαγωγικό στην Ιλιάδα, το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «Κύπριος λίθος» — είδος σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο
β) «Κύπριος βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.
(II)
κύπριος, -ία, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
Léxico de magia
-ον de cobre ref. a un estilo κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien P IV 1847