tarnish
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. μιαίνειν.
Met., P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), διαφθείρειν, V. χραίνειν (also Plat. but rare P.), κηλιδοῦν, χρώζειν, P. καταρρυπαίνειν.
subs.
Dirt: Ar. and P. αὐχμός, ὁ, P. ῥύπος, τό, V. πίνος, ὁ.
Met., disgrace: P. and V. κηλίς, ἡ, αἰσχύνη, ἡ, V. αἶσχος, τό.