transgression

From LSJ
Revision as of 10:07, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV5)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 888.jpg

subs.

Infringement: P. σύγχυσις, ἡ.

Transgression of the law: P. παρανομία, ἡ, παρανόμημα, τό.

Sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό (Eur., Ion, 325), κακόν, τό, P. ἁμάρτημα, τό, κακουργία, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.

Impiety: P. and V. ἀσέβεια, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ.

Impious act: P. ἀσέβημα, τό.

Transgressions, sins: V. τὰ ἡμαρτημένα.