transgression
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Infringement: P. σύγχυσις, ἡ.
Transgression of the law: P. παρανομία, ἡ, παρανόμημα, τό.
Sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό (Eur., Ion, 325), κακόν, τό, P. ἁμάρτημα, τό, κακουργία, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό.
Impiety: P. and V. ἀσέβεια, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ.
Impious act: P. ἀσέβημα, τό.
Transgressions, sins: V. τὰ ἡμαρτημένα.