κατηχητής

Revision as of 12:48, 24 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*$)" to "{{wkpen |wketx=$3 }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1401] ὁ, der unterrichtende Lehrer, nach der ältesten Lehrweise, nach welcher der Lehrer das zu Erlernende so lange mündlich wiederholte, bis der Lehrling es nachsagen konnte; bes. der in den christlichen Glaubenslehren unterrichtet, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κατηχητής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν ἀρχαῖον τρόπον, καθ’ ὃν ὁ διδάσκαλος τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· διδάσκαλος τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) κατηχώ
ο διδάσκαλος τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως
νεοελλ.
1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία
2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό τον προσηλυτισμό
αρχ.
διδάσκαλος, αυτός που δίδασκε με τον ήχο, κατά τον αρχαίο τρόπο, κατά τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε κάτι και ο μαθητής το επαναλάμβανε ωσότου το μάθει ή το αποστηθίσει.

Wikipedia EN

Czech: katecheta; Danish: kateket; Dutch: catecheet, catechist; English: catechist; Esperanto: kateĥisto, katekizisto; Finnish: katekeetta; German: Katechet, Katechetin; Greek: κατηχητής; Indonesian: katekis; Italian: catechista; Latin: catēchista; Maori: katekita, kaikatikīhama; Polish: katecheta, katechetka; Portuguese: catequista; Romanian: catihet; Russian: катехиза́тор; Spanish: catequista; Swedish: kateket; Vilamovian: katachet